- παχυβλεφαρία
- παχυβλεφαρίᾱ , παχυβλεφαρίαswelling of the eyelidsfem nom/voc/acc dualπαχυβλεφαρίᾱ , παχυβλεφαρίαswelling of the eyelidsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παχυβλεφαρία — ἡ, Α η εξόγκωση, το φούσκωμα, το πρήξιμο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + βλεφαρία (< βλέφαρος < βλέφαρον)] … Dictionary of Greek
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek